πρυμνῇ

  • 91λαοδικινή — λαοδικινή, ἡ (Μ) το τειχίο που χωρίζει την πλώρη και την πρύμνη από το μεσαίο τμήμα τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένο θηλ. τού εθνικού ον. λαοδικινός < Λαοδίκεια] …

    Dictionary of Greek

  • 92λέβα — [λεβάρω] (προστ. τού λεβάρω) 1. ναυτικό κέλευσμα αντίστοιχο με το επίσημο αίρε 2. φρ. «λέβα μπρος» ή «λέβα πίσω» ναυτικά παραγγέλματα για την έλξη των λέμβων προς την πλώρη ή προς την πρύμνη, με έλξη τού σχοινιού προς τα εμπρός ή προς τα πίσω …

    Dictionary of Greek

  • 93μίνα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 89 κάτ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 88 χλμ. ΝΔ της Σπάρτης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οιτύλου. * * * (I) η (Μ μίνα) υπόνομος με γόμωση από… …

    Dictionary of Greek

  • 94μπαλκ-κάριερ — το άκλ. ναυτ. φορτηγό πλοίο που μεταφέρει φορτίο χύμα, όπως λ.χ. δημητριακά και μεταλλεύματα, με μεγάλο άνοιγμα κύτους, με μηχανές και διαμερίσματα στην πρύμνη και με χωρητικότητα συνήθως 20.000 τόννων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 95νταρντάνα — η 1. ναυτ. είδος ιστιοφόρου φορτηγού με ψηλή πρύμνη και πλατιά ισχία 2. μτφ. (για πρόσ.) α) εύσωμη και ευτραφής γυναίκα, λεβέντισσα β) μεγαλόσωμη και άχαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tartana «είδος μεγάλου πλοίου»] …

    Dictionary of Greek

  • 96οίαξ — Αδελφός του Παλαμήδη και της Κλυμένης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο και όταν οι Αχαιοί σκότωσαν τον αδελφό του, τον Παλαμήδη, θέλησε να ειδοποιήσει τον πατέρα του. Έγραψε το γεγονός αυτό πάνω σε ξύλινα κουπιά και τα έριξε στη θάλασσα. Όταν …

    Dictionary of Greek

  • 97ολκαίος — ὁλκαῑος, αία, ον, ιων. τ. θηλ. ὁλκαίη (Α) [ολκή] 1. (για πλοίο) αυτός που σύρεται, που ρυμουλκείται 2. (για φίδι) αυτός που έρπει 3. (για δρόμο) οφιοειδής («ἕρπει ἀτραπὸν ὁλκαίην δολιχῷ μηρύγματι γαστρός», Νίκ.) 4. αλλεπάλληλος, διαδοχικός… …

    Dictionary of Greek

  • 98ολκωτήρας — ο μικρός κρίκος που προεξέχει από την πρύμνη ιστιοφόρου και ο οποίος χρησιμεύει για δέσιμο τών ιστίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολκή + επίθημα τήρας, μέσω αμάρτυρου ρήματος *ολκόω. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελόπουλο] …

    Dictionary of Greek

  • 99ουράδι — το (Μ οὐράδιον) [ουρά] μικρή ουρά, ουρίτσα νεοελλ. ναυτ. κουπί προσδεδεμένο στην πρύμνη βάρκας ή άλλου πλοιαρίου, το οποίο κινεί ελικοειδώς ο χειριστής του για την προώθηση τού σκάφους, αλλ. γουργούλα …

    Dictionary of Greek

  • 100οχηματαγωγό — το 1. ναυτ. πλοίο ειδικά διασκευασμένο εσωτερικά και με κατάλληλο άνοιγμα στην πλώρη, την πρύμνη ή στις πλευρές του, το οποίο χρησιμοποιείται για την επιβίβαση και τη μεταφορά οχημάτων 2. στρ. πολεμικό πλοίο που μπορεί να μεταφέρει αυτοκίνητα,… …

    Dictionary of Greek