πρυμνῇ

  • 81κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό …

    Dictionary of Greek

  • 82καπήλη — καπήλη, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) το μέρος όπου κάθεται ο κυβερνήτης πλοίου β) πάσσαλος γύρω από τον οποίο τυλίγονται τα σχοινιά τού καραβιού γ) κοίλωμα στην πρύμνη όπου οι ναύτες εναποθέτουν διάφορα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον… …

    Dictionary of Greek

  • 83καρίνα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,5. Διεθνώς ονομάζεται Carina 491. * * * και… …

    Dictionary of Greek

  • 84καραβόσκαρο — το ναυτ. ιστιοφόρο σκάφος που έχει, άσχετα από μέγεθος και εκτόπισμα, το κανονικό σχήμα καραβιού, δηλ. με πρύμνη όχι οξεία, όπως στα τρεχαντήρια, αλλά στρογγυλευμένη ή αβακωτή, όπως στα μεγάλα πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καράβι + σκαρί] …

    Dictionary of Greek

  • 85κατάπρυμ(ν)ος — η, ο (για ανέμους) αυτός που πνέει από την πρύμνη πλοίου, ούριος, ευνοϊκός. επίρρ... κατάπρυμ(ν)α από το μέρος τής πρύμνης, από πίσω από το πλοίο, εντελώς πρύμα …

    Dictionary of Greek

  • 86κορωνίδα — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1876. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι 12,3 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,27. Διεθνώς ονομάζεται Koronis 158. II Μυθολογικό… …

    Dictionary of Greek

  • 87κουτούκι — το 1. μικρή και συνήθως υπόγεια λαϊκή ταβέρνα 2. χοντρό απελέκητο ξύλο, κούτσουρο 3. καμένο κούτσουρο ελιάς 4. τυφλός, στραβός 5. κουτάβι 6. σχοινί με το οποίο δένουν το πλοίο από την πρύμνη στην ακτή 7. φρ. «έγινε κουτούκι στο μεθύσι» ήπιε πολύ… …

    Dictionary of Greek

  • 88κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …

    Dictionary of Greek

  • 89κωλώνω — [κώλος] 1. πάω προς τα πίσω με τα νώτα, οπισθοχωρώ («το πλοίο κώλωσε» το πλοίο ανέκρουσε πρύμνη) 2. γυρίζω πίσω, επιστρέφω πριν φτάσω στον προορισμό μου 3. κάνω κάποιον να γυρίσει πίσω 4. σταματώ μόλις συναντήσω ένα εμπόδιο ή μια δυσκολία ή… …

    Dictionary of Greek

  • 90κώλος — ο (Μ κῶλος) το κατώτατο άκρο τού εντερικού σωλήνα, ο πρωκτός νεοελλ. 1. τα οπίσθια, οι γλουτοί, ο πισινός 2. το πίσω μέρος ρούχων που εφάπτεται στους γλουτούς («τρύπησε ο κώλος τού παντελονιού») 3. η βάση ή ο πυθμένας αγγείου, καλαθιού κ.λπ.… …

    Dictionary of Greek