πρυμνῇ

  • 71ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… …

    Dictionary of Greek

  • 72ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …

    Dictionary of Greek

  • 73θαλασσοκούντουρον — θαλασσοκούντουρον, το (Μ) είδος αγγελιαφόρου πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + κούντ ουρον «κολοβό». Πρόκειται προφανώς για πλοίο με βραχεία, «κομμένη» τρόπον τινά, πρύμνη] …

    Dictionary of Greek

  • 74ισοβύθιστος — η, ο (για πλοία) αυτός που έχει το ίδιο βύθισμα στην πρώρα και στην πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βυθίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικόν Ονοματολόγων τών Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά, Φιλ. Ιωάννου] …

    Dictionary of Greek

  • 75ιστοδόκη — η (Α ἱστοδόκη) διχαλωτή υποδοχή στην πρύμνη τού πλοίου πάνω στην οποία καταβιβάζεται και στηρίζεται ο ιστός νεοελλ. η ιστοπέδη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + δόκη (< δέχομαι), πρβλ. δουρο δόκη κυμο δόκη] …

    Dictionary of Greek

  • 76ισχίο — το (ΑΜ ἰσχίον) το τμήμα τού σώματος στο οποίο συνδέεται το κάτω άκρο με τη λεκάνη, γοφός νεοελλ. 1. ζωολ. το μεσαίο τμήμα τού αρθρωτού άκρου τών εντόμων το οποίο αρθρώνεται με τον θώρακα και με τον τροχαντήρα 2. ναυτ. το τμήμα τού σκάφους από την …

    Dictionary of Greek

  • 77κάπηξ — (Α) (κατά τον Ησύχ.) ξύλο που προεξέχει στην πρύμνη τού πλοίου …

    Dictionary of Greek

  • 78κάσαρο — το το επίστεγο πάνω από την πρύμνη τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cassero] …

    Dictionary of Greek

  • 79κέρκος — η (ΑΜ κέρκος) η ουρά τών ζώων, εκτός τών πτηνών («τοῡ ἵππου τὴν κέρκον εἷλκε», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ναυτ. επιμήκης κεραία προσαρμοσμένη καθέτως πάνω στον ιστό τού επιδρόμου και με κατεύθυνση προς την πρύμνη, κν. ράντα 2. ζωολ. γένος κολεόπτερων… …

    Dictionary of Greek

  • 80καΐκι — το 1. ιστιοφόρο πλοίο μικρής χωρητικότητας 2. είδος μικρής και στενής τουρκικής βάρκας με οξεία πλώρη και πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kayik] …

    Dictionary of Greek