πρυμνῇ

  • 61εδώλιο — το (Α ἐδώλιον) νεοελλ. 1. έδρα, θρανίο 2. «εδώλιο κατηγορουμένου» το κάθισμα όπου κάθεται ο κατηγορούμενος αρχ. 1. διαμονή, κατοικία 2. τα καθίσματα τών κωπηλατών ή είδος ψηλότερου καταστρώματος στην πρύμνη και την πρώρα 3. ιστοδόκη 4. (στο… …

    Dictionary of Greek

  • 62ενθέμιο — το (Α ἐνθέμιον) νεοελλ. ναυτ. ειδικό μέρος στο κύτος τού πλοίου όπου αποθηκεύονται τρόφιμα και άλλα υλικά αρχ. 1. θάλαμος στην πρύμνη τού πλοίου, το μέσα μέρος τής πρύμνης 2. κοίλο σκεύος (δοχείο, κύπελλο, ποτήρι κ.λπ.) όπου τοποθετείται λύχνος.… …

    Dictionary of Greek

  • 63εξαίνυμαι — ἐξαίνυμαι (Α) [αίνυμαι] 1. παίρνω κάτι από ένα μέρος και τό πηγαίνω σε άλλο («νηΐ δ ἐνὶ πρύμνῃ ἐξαίνυτο κάλλιμα δῶρα», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἐξαίνυτο θυμόν» αφαιρούσε τη ζωή, εφόνευε …

    Dictionary of Greek

  • 64επίδρομος — ο (AM ἐπίδρομος, ον) το αρσ. ως ουσ. το τραπεζοειδούς σχήματος τελευταίο ιστίο στην πρύμνη σκάφους αρχ. 1. εκτεθειμένος σε επιδρομές, ευάλωτος («ἔνθα μάλιστα ἄμβατός ἐστι πόλις και ἐπίδρομον ἔπλετο τεῑχος») 2. εκτεθειμένος στον άνεμο («ἐπίδρομον… …

    Dictionary of Greek

  • 65επίκωπος — ο (Α ἐπίκωπος, ον) [κώπη] ο κωπηλάτης που ρυθμίζει την κωπηλασία, ο τελευταίος προς την πρύμνη αρχ. 1. κωπηλάτης 2. (για σκάφος) ο εφοδιασμένος με κουπιά 3. (για ξίφος ή άλλο αιχμηρό αντικείμενο) αυτός που εκτείνεται ώς τη λαβή 4. το θηλ. ως ουσ …

    Dictionary of Greek

  • 66επίτονος — η, ο (Α ἐπίτονος, ον) [επιτείνω] 1. το αρσ. ως ουσ. ο επίτονος α) το σχοινί τής αντένας πλοίου β) καθένα από τα ισχυρά σχοινιά με τα οποία αγκυρώνονται οι στήλες και τα επιστήλια τών ιστών πάνω στα πλευρά και στην πρύμνη τού πλοίου, τα ξάρτια αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 67επικάρσιος — ἐπικάρσιος, α, ον και ος, ον (Α) 1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή 2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη 3. (για ύφασμα) …

    Dictionary of Greek

  • 68επισκαλμίς — η (AM ἐπισκαλμίς) σανίδα που εκτείνεται από την πρώρα ως την πρύμνη, η κουπαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *σκαλμίς (< σκαλμός «μικρό ξύλο στο οποίο προσαρμόζεται το κουπί»)] …

    Dictionary of Greek

  • 69ευπρυμνής — εὐπρυμνής, ές (Α) αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη] …

    Dictionary of Greek

  • 70ζυγίς — η (Α ζυγίς, ίδος) [ζυγόν] νεοελλ. 1. είδος τού φυτού θύμος 2. ναυτ. στον πληθ. ζυγίδες ξύλινα τεύχη (τραβέρσες) που τοποθετούνται εγκάρσια στα σκέλη τού θωρακίου τόσο στην πρώρα όσο και στην πρύμνη τού ιστού, για να υποστηρίζουν το θωράκιο αρχ.… …

    Dictionary of Greek