πρυμνῇ

  • 51αναποδίζω — (I) (Α ἀναποδίζω) 1. γυρίζω πίσω, επιστρέφω στο σημείο εξορμήσεως, οπισθοχωρώ, οπισθοδρομώ 2. (για σιδηροδρόμους και ατμόπλοια) κινώ τη μηχανή ανάποδα, αντίστροφα για οπισθοχώρηση, κινούμαι με την πρύμνη αρχ. μσν. κάνω κάποιον να γυρίσει, να… …

    Dictionary of Greek

  • 52αργώ — I (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαιρίου, γνωστός από την αρχαιότητα. Πήρε το όνομά του από το περίφημο ομώνυμο πλοίο των Αργοναυτών. Ο αστερισμός αυτός καλύπτει μεγάλη έκταση στην ουράνια σφαίρα και δεν αναφέρεται με αυτή την ονομασία… …

    Dictionary of Greek

  • 53αρτέμων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μηχανικός από τις Κλαζομενές (5ος αι. π.Χ.). Σύγχρονος του Περικλή, τον ακολούθησε στην εκστρατεία της Σάμου, όπου ανακάλυψε και εφάρμοσε πολλά είδη πολιορκητικών μηχανών. Τον έλεγαν περιφόρητον, γιατί παρίστανε τον …

    Dictionary of Greek

  • 54αρτεμονίσκος — ο (AM ἀρτεμονίς, η) (κν. τουρκετίνα) το τριγωνικό ιστίο του προβόλου προς την πρύμνη …

    Dictionary of Greek

  • 55βυθοσήμανση — η η σήμανση, η αναγραφή σε υποδιαιρέσεις του μέτρου ή σε πόδια του βυθίσματος ενός πλοίου στην πλώρη, την πρύμνη και στο μέσον …

    Dictionary of Greek

  • 56γόνδολα — (gondola).Πλοιάριο με επίπεδο πυθμένα και ένα κουπί, χαρακτηριστικό της Βενετίας, όπου χρησιμοποιείται μόνο για τη μεταφορά ανθρώπων. Το κομψό σχήμα της σημερινής γ. καθιερώθηκε κατά τα μέσα του 19ου αι., έπειτα από διαδοχικές τροποποιήσεις που… …

    Dictionary of Greek

  • 57δίπρυμνος — η, ο (Α δίπρυμνος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. πρύμνη όμοια σε σχήμα με την πλώρη …

    Dictionary of Greek

  • 58δίπρωρος — η, ο (Α δίπρωρος, ον) (για πλοίο) αυτός που έχει δύο πρώρες, την πρύμνη όμοια με την πλώρη …

    Dictionary of Greek

  • 59διαμήκης — άμηκες 1. αυτός που εκτείνεται σε όλο το μήκος, αυτός που καταλαμβάνει όλο το μήκος 2. αυτός που διέρχεται κατά μήκος 3. το ουδ. ως ουσ. α) το διάμηκες η κατά μήκος διάσταση φρ. «διάμηκες τού πλοίου» η απόσταση από την πρύμνη μέχρι την πλώρη.… …

    Dictionary of Greek

  • 60δρόμων — Πλοίο με κουπιά και ιστία που χρησιμοποίησε το βυζαντινό ναυτικό κυρίως για στρατιωτικούς σκοπούς. Οι δ., που κατά τον 6o αι. αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του στόλου του Ναρσή και του Βελισάριου, ήταν πλοία πιο γρήγορα και με περισσότερες… …

    Dictionary of Greek