πρυμνῇ

  • 41корма — кормчий, укр. корма, ст. слав. кръма, болг. кърма, сербохорв. кр̀ма рулевое весло , словен. krma. Стар. и кажущееся убедительным сравнение с греч. πρύμνΒ̄, ион., гомер. πρύμνη корма , греч. πρέμνον толстый конец бревна (Соссюр, МSL 7, 92; Мейе,… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 42Trirreme — El trirreme (en griego τριήρης/triếrês en singular, τριήρεις en plural) era una nave de guerra inventada probablemente en el siglo VII a. C., desarrollada a partir del pentecóntero. Más corto que su predecesor, era un barco con una vela …

    Wikipedia Español

  • 43-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για …

    Dictionary of Greek

  • 44Πάταικοι — οἱ, Α αγάλματα θεών τών Φοινίκων τα οποία τοποθετούσαν, κατά τον Ηρόδοτο, στην πλώρη, ενώ κατά τον Ησύχιο και το λεξικό Σούδα, στην πρύμνη τών φοινικικών πλοίων …

    Dictionary of Greek

  • 45Πρυμνεύς — ὁ, Α (στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. εύς] …

    Dictionary of Greek

  • 46έμπρυμνος — και έμπρυμος, η, ο 1. (για πλοίο) αυτό που από ελαττωματική φόρτωση παρουσιάζει μεγαλύτερο βύθισμα προς το μέρος τής πρύμνης από το κανονικό 2. (για ιστό) αυτός που γέρνει προς την πρύμνη …

    Dictionary of Greek

  • 47αιολόπρυμνος — αἰολόπρυμνος, ον (Α) (για πλοία) αυτός που έχει στολισμένη, αστραφτερή πρύμη («νῆες αἰολόπρυμνοι», Βακχυλίδης). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + πρύμνη] …

    Dictionary of Greek

  • 48ακροπρυμναίο — το το ακραίο τμήμα τής πρύμνης ενός πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πρυμναίος < πρύμνη] …

    Dictionary of Greek

  • 49ακρόνηο — το (Μ ἀκρόνηον) νεοελλ. 1. το εσωτερικό μέρος τής πλώρης τού πλοίου 2. στον πληθ. τα ακρόνηα α) τα επάνω άκρα τού ποδοστήματος και τής στείρας β) η πλώρη και η πρύμνη μσν. η άκρη τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ναῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 50αμφίπρυμνος — η, ο (Α ἀμφίπρυμνος, ον) αυτός που έχει δύο πρύμνες, δηλ. στο πρόσθιο και στο οπίσθιο τμήμα μσν. μτφ. (για πηδάλιο) αυτός που έχει δύο άκρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πρύμνη] …

    Dictionary of Greek