πρυμνῇ

  • 31πρυμνοδετώ — έω, Ν (σχετικά με πλοίο) δένω από την πρύμνη στην ακτή ή σε άλλο πλοίο με την πρυμάτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δετῶ (< δέτης < δένω)] …

    Dictionary of Greek

  • 32πρυμνούχος — ον, Α 1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη τού πλοίου («πρυμνοῡχος κάλος», Ανθ. Παλ.) 2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῡχον Αὖλιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + οῦχος* (< ἔχω)] …

    Dictionary of Greek

  • 33πρυμνόδετος — η, ο, Ν ναυτ. (για πλοίο) δεμένος στην ακτή από την πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δετος (< δένω), πρβλ. δερματό δετος, λαιμό δετος] …

    Dictionary of Greek

  • 34πρυμνόθεν — ΝΑ επίρρ. 1. από την πρύμνη τού πλοίου 2. μτφ. ολοσχερώς, παντελώς («πόλιν πρυμνόθεν πανώλεθρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + συνδετικό φωνήεν ο + επιρρμ. κατάλ. θεν] …

    Dictionary of Greek

  • 35πρόπρυμνα — Α επίρρ. μακριά από την πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρύμνη + επιρρμ. κατάλ. α] …

    Dictionary of Greek

  • 36πρύμναδε — Α επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) προς την πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. κρήνην δε, μάχην δε)] …

    Dictionary of Greek

  • 37πρύμνηθεν — ΝΑ, και δωρ. τ. πρύμναθεν Α επίρρ. από την πρύμνη, από το πίσω μέρος τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη / πρύμνα + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. μυχό θεν, ποντό θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 38σκιόπρυμνον — τὸ, Α σκηνή, τέντα στην πρύμνη πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + πρύμνη] …

    Dictionary of Greek

  • 39χρυσόπρυμνος — ον, Α αυτός που έχει χρυσή πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ὑψί πρυμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 40κανόε — Στενόμακρο μονόξυλο σκάφος, σκαμμένο σε κορμό δέντρου, με όμοια πλώρη και πρύμνη. Αποτελεί ένα από τα πιο παλιά πλωτά μέσα που κατασκεύασε ο άνθρωπος, αλλά χρησιμοποιείται ακόμα από τους ιθαγενείς της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής, της Αφρικής… …

    Dictionary of Greek