πρυμνῇ

  • 21καμπυλόπρυμνος — η, ο (Α καμπυλόπρυμνος, ον) αυτός που έχει καμπύλη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. ευρύ πρυμνος, ορθό πρυμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 22κουπί — Κομμάτι ξύλου διαμορφωμένο κατά τέτοιον τρόπο ώστε να χρησιμεύει για την πρόωση σκάφους με τη χρησιμοποίηση της μυϊκής δύναμης του ανθρώπου. Το κ. είναι μοχλός δεύτερου είδους, στον οποίο και η δύναμη και η αντίσταση εφαρμόζονται αντίστοιχα στη… …

    Dictionary of Greek

  • 23λεπτόπρυμνος — λεπτόπρυμνος, ον (Α) (για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύ πρυμνος, ταχύ πρυμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 24οξύπρυμνος — η, ο φρ. «οξύπρυμνο πλοίο» ναυτ. πλοίο με οξεία πρύμνη τού οποίου η κατασκευή σήμερα δεν συνηθίζεται, γιατί δεν ανταποκρίνεται στις ναυπηγικές απαιτήσεις ευστάθειας και ασφάλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πρύμνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Λ …

    Dictionary of Greek

  • 25ορθόπρυμνος — η, ο (Α ὀρθόπρυμνος, ον) (για πλοίο) αυτός τού οποίου η πρύμνη προεξέχει προς τα πάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. λεπτό πρυμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 26παλίμπρυμνος — παλίμπρυμνος, ον (Α) αυτός που γυρίζει την πρύμνη του προς τα εμπρός, δηλ. αυτός που οπισθοδρομεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνος (< πρύμνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 27ποικιλόπρυμνος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πρύμνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. λεπτό πρυμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 28πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… …

    Dictionary of Greek

  • 29πρυμναίος — α, ο / πρυμναῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη τού πλοίου που βρίσκονται προς το… …

    Dictionary of Greek

  • 30πρυμνικός — ή, όν, Α [πρύμνη] (κυρίως το θηλ. ως ουσ.) ἡ πρυμνική (ενν. τέχνη) η τέχνη ή η υπηρεσία τού ναύτη που υπηρετεί στην πρύμνη …

    Dictionary of Greek