πρυμνῇ

  • 121πρύμνα — η, ΝΜΑ βλ. πρύμνη …

    Dictionary of Greek

  • 122πρώραθεν — πρῴραθεν ΝΑ και ποιητ. τ. πριν από σύμφωνο πρῴραθε και ιων. τ. πρῴρηθεν Α επίρρ. από την πρώρα, από το μέρος τής πλώρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επιρρμ. κατάλ. θεν / θε* (πρβλ. πρύμνη θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 123σιάρω — Ν 1. πλέω με την πρύμνη μπροστά, πλέω προς τα πίσω 2. αλλάζω την πορεία ενός πλεούμενου χρησιμοποιώντας τα κουπιά 3. (η προστ.) σία (ως ναυτικό παράγγελμα) βλ. σία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sciare] …

    Dictionary of Greek

  • 124σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …

    Dictionary of Greek

  • 125σπαρτίνα — (I) και σπαρτίνη, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια αγρωστώδη τής τάξης ποώδη και περιλαμβάνει 16 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών που ευδοκιμούν στις παράκτιες περιοχές τής βόρειας και νότιας Αμερικής,… …

    Dictionary of Greek

  • 126σταμινάριο — το, Ν [σταμίν, ίνος] ναυτ. το άκρο τής σταμίνας που εξέχει πάνω από την κουπαστή στην πρώρα και στην πρύμνη ιστιοφόρου και χρησιμεύει ως δέστρα …

    Dictionary of Greek

  • 127στηλίδα — η / στηλίς, ῑδος, ΝΑ, τ. γεν. και στηλίδος και στηλεῑδος Α (με υποκορ. σημ.) 1. μικρή στήλη, στηλίδιο 2. μικρός ιστός στην πρύμνη πλοίου αρχ. 1. ονομασία αριθμού 2. ονομασία μικρού πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)) …

    Dictionary of Greek

  • 128στυλίδα — Μεγάλος παράλιος οικισμός (4.993 κάτ., υψόμ. 20 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (36 τ. χλμ., 5.088 κάτ.), στον οποίον ανήκουν και τα χωριά Πεταράδες (26 κάτ.) και Μελίσσια (69 κάτ.). Ο παράλιος… …

    Dictionary of Greek