πρυμνῇ

  • 111πρυμάτσα — η, Ν ναυτ. σχοινί ή συρματόσχοινο κατάλληλο για την πρόσδεση τού πλοίου από την πρύμνη στην προκυμαία, το πρυμνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμη + κατάλ. άτσα (πρβλ. λιν άτσα)] …

    Dictionary of Greek

  • 112πρυμίζω — Ν [πρύμη] 1. στρέφω την πρύμνη τού πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω 2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό») 3. φρ. «τα πρύμισε» άλλαζε γνώμη, τά έστριψε …

    Dictionary of Greek

  • 113πρυμνίτης — Μ ως επίθ. ο πρυμνήσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. ίτης] …

    Dictionary of Greek

  • 114πρυμνοδέτης — ο, Ν ναυτ. χοντρό σχοινί τής πρύμνης με το οποίο το πλοίο προσδένεται στην ακτή ή σε άλλο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + δέτης (< δένω), πρβλ. γλωσσο δέτης, λαιμο δέτης] …

    Dictionary of Greek

  • 115πρυμνός — ή, όν, Α (επικ. τ.) 1. έσχατος, τελευταίος («πρυμνὸς βραχίων» το έσχατο τμήμα τού βραχίονα το οποίο συνδέεται με τον ώμο, Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «πρυμνός κάτωθεν βαρὺς ἤ πλοῡτος» 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρυμνόν το κατώτατο τμήμα, το άκρο.… …

    Dictionary of Greek

  • 116πρυμνόσκοινο — το, Ν (ποιητ. τ.) (κυρίως στον πληθ.) τα πρυμνόσκοινα τα πρυμνήσια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + σκοινί] …

    Dictionary of Greek

  • 117πρυμνώρεια — ἡ, Α το κατώτατο τμήμα ενός βουνού, οι πρόποδές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + ώρεια (< ὄρος), μέσω ενός αμάρτυρου *πρυμνώρης (πρβλ. κρημν ώρεια). Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …

    Dictionary of Greek

  • 118πρωράτης — ο / πρῳράτης, ΝΑ, και ιων. τ. πρῳρήτης Α νεοελλ. ναυτ. άνδρας τού πληρώματος ενός πλοίου ο οποίος εκτελεί υπηρεσία στο πρωραίο μέρος τού σκάφους αρχ. 1. ο πρωρεύς 2. αρχηγός, διοικητής («πρωράτης στρατοῡ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῷρα + επίθημα… …

    Dictionary of Greek

  • 119πρύμη — η, Ν βλ. πρύμνη …

    Dictionary of Greek

  • 120πρύμισμα — και πρύμνισμα, το, Ν [πρυμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πρυμίζω, στροφή τού πλοίου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την πρύμνη του προς τον άνεμο και να ουριοδρομεί, το επούρισμα …

    Dictionary of Greek