πρυμνῇ

  • 101ούριος — (I) και ούργιος, α, ο (ΑΜ οὔριος, ία, ον, Α θηλ. και ος) [ούρος (II)] 1. (ιδίως για άνεμο) αυτός που πνέει κατά τον διαμήκη άξονα τού πλοίου με κατεύθυνση από την πρύμνη προς την πλώρη, ευνοϊκός 2. αυτός που έχει καλό, ευνοϊκό άνεμο («γένοιτο δὲ… …

    Dictionary of Greek

  • 102πάκτωνας — ο (Α πάκτων, ωνος) μικρή βοηθητική τετράγωνη βάρκα χωρίς καρένα και χωρίς σχηματισμένη πλώρη ή πρύμνη, η οποία μοιάζει περισσότερο με σχεδία και χρησιμεύει για τον καθαρισμό και τη βαφή τού πλοίου αρχ. μικρή βάρκα από ξύλο ιτιάς που… …

    Dictionary of Greek

  • 103παλιμπρυμνηδόν — (Α) επίρρ. (για πλοίο) με την πρύμνη προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πρυμνηδόν] …

    Dictionary of Greek

  • 104παραστήλιο — το ναυτ. μικρός ιστός, τοποθετημένος στο πίσω μέρος μερικών ιστιοφόρων, κοντά στην πρύμνη, με σκοπό να δεχθεί πρόσθετη ιστιοφορία, κν. αρμπορέτο τού πικιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στήλη + κατάλ. ιο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο… …

    Dictionary of Greek

  • 105πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… …

    Dictionary of Greek

  • 106περάτηθεν — Α επίρρ. πέραθεν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περάτη + επίρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πρύμνη θεν)] …

    Dictionary of Greek

  • 107πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …

    Dictionary of Greek

  • 108πλοϊκός — ή, ό / πλοϊκός, ή, όν, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου 2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια τής νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό,… …

    Dictionary of Greek

  • 109ποδόστημα — το, Ν ναυτ. η κατακόρυφη συνέχιση τής τρόπιδας τού πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι τής πρύμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + στημα (< ἵστημι «στήνω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 110προωθητικός — ή, ό, Ν [προωθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προώθηση 2. φρ. α) «προωθητικός τροχός» τεχνολ. μέθοδος πρόωσης τών ατμόπλοιων με τροχό τοποθετημένο στην πρύμνη ή με ζεύγος τροχών στα πλευρά τού σκάφους, μέθοδος η οποία αρχικά… …

    Dictionary of Greek