πρυλέες
1πρυλέες — men at arms masc nom/voc pl (epic ionic) …
2πρυλέες — έων, οἱ, Α 1. πεζοί στρατιώτες, σε αντιδιαστολή προς τους αρχηγούς, οι οποίοι μάχονταν από το άρμα τους 2. ως επίθ. πυκνοί, πάμπολλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ., άγνωστης ετυμολ., πιθ. αιγαιικής προέλευσης. Αμφίβολη παραμένει η σύνδεση τής λ. με την πρόθεση… …
3πρύλεες — πρύλις dance in armour fem nom/voc pl (epic ionic) …
4πρυλεῖς — πρυλέες men at arms masc nom/voc pl (attic epic) …
5πρυλέας — πρυλέες men at arms masc acc pl (epic ionic) …
6πρυλέων — πρυλέες men at arms masc gen pl (epic doric ionic aeolic) …
7πρυλεύσεις — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπὶ τῆς ἐκφορᾱς τῶν τελευσάντων παρὰ τῷ ἱερεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *πρυλεύω. Αξιοσημείωτη είναι η θρησκευτική σημ. τής λ. παράλληλα προς την στρατιωτική σημ.… …
8πρύλις — εως, ἡ, Α 1. είδος πολεμικού χορού τον οποίο χόρευαν ένοπλοι 2. (στην Κρήτη) ο χορός πυρρίχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πρυλέες και, κατνώςά μία άποψη, έχει προέλθει υστερογε από έναν τ. πρυλίων της γεν. πληθ. τής λ. πρυλέες] …
9προυλέσι — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεζοῑς ὁπλίταις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. πιθ. βοιωτ. ή αιολ. τής δοτ. τού τ. πρυλέες*] …
10πρυλέεσιν — πρύλις dance in armour fem dat pl (epic ionic) πρυλέες men at arms masc dat pl (epic ionic) …
- 1
- 2