προ-ΐσχω
1προΐσχω — Α 1. (για παιδιά που έπαιζαν το παιχνίδι ποσίνδα) κρατώ προς τα εμπρός 2. μέσ. προΐσχομαι α) τεντώνω προς τα εμπρός κάτι για υπεράσπισή μου («χεῑρας προϊσχομένους», Θουκ.) β) κρατώ ενώπιον κάποιου γ) προεξέχω δ) μτφ. προφασίζομαι («καὶ ξυγγένειαν …
2προανίσχῃ — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres subj mp 2nd sg προανίσχῃ , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg προανίσχῃ , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres subj act 3rd sg …
3προανίσχει — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind mp 2nd sg προανίσχει , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd sg …
4προανίσχοντα — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act neut nom/voc/acc pl προανίσχοντα , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc acc sg …
5προανίσχουσι — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προανίσχουσι , πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… …
7έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …
8λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > …
9προϊσχάνω — Α (ποιητ. τ.) προΐσχω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰσχάνω, εκτετ. τ. τού ἴσχω «εμποδίζω, συγκρατώ»] …
10προανισχούσαις — πρό , ἀνά ἴσχω keep back pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) …
- 1
- 2