προ-ϊσχναίνω
1προϊσχναίνω — Α γίνομαι προηγουμένως ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰσχναίνω (< ἰσχνός «αδύνατος»)] …
2προισχνάναντες — προισχνά̱ναντες , πρό ἰσχναίνω make dry aor part act masc nom/voc pl (epic doric aeolic) …
3προισχνάνας — προισχνά̱νᾱς , πρό ἰσχναίνω make dry aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) …
4προταριχεύω — Α 1. ταριχεύω εκ τών προτέρων 2. αλατίζω προηγουμένως 3. ισχναίνω έναν ασθενή με νηστεία («βούλονται γὰρ πάντες ὑπὸ τὰς ἀρχὰς τῶν νούσων προταριχεύσαντες τοὺς ἀνθρώπους ἤ δύο... ἤ καὶ πλείους ἡμέρας», Ιπποκρ.) 4. διαλύω χημικές ύλες ή ουσίες εκ… …