προ-ϊάπτω

  • 1προϊάπτω — Α 1. στέλνω κάποιον πρόωρα στον κάτω κόσμο («πολλὰς δ ἰφθίμους ψυχὰς Ἄιδι προΐαψεν ἡρώων», Ομ. Ιλ.) 2. ασχολούμαι 3. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἰάπτω «κατευθύνω, στέλλω, εξακοντίζω»] …

    Dictionary of Greek