προ-ταμιεύω

  • 1προταμιείον — τὸ, Α δωμάτιο που βρίσκεται πριν από την αποθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ταμιεῖον «αποθήκη, θησαυροφυλάκιο» (< ταμιεύω)] …

    Dictionary of Greek