προ-τάμνω

  • 1υπεκπροτάμνω — Α ιων. τ. προχωρώ και τέμνω («ὑπεκπρὸ δὲ πόντον ἔταμνε ναῡς», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐκ + πρὸ τάμνω, ιων. τ. τού τέμνω] …

    Dictionary of Greek