προ-στιβάζομαι

  • 1προστιβάζομαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «προστιβάζεται μερίζεται, προσπορεύεται». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στιβάζομαι «ακολουθώ τα ίχνη, εξιχνιάζω, προσεγγίζω»] …

    Dictionary of Greek