προ-ονομάζω
11προωνόμαζε — πρό ὀνομάζω speak of by name imperf ind act 3rd sg …
12προωνόμασται — πρό ὀνομάζω speak of by name perf ind mp 3rd sg …
13προκατωνομασμένους — πρό , κατά ὀνομάζω speak of by name perf part mp masc acc pl …
14προκατωνόμασεν — πρό , κατά ὀνομάζω speak of by name aor ind act 3rd sg …
15μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… …
Страницы
- 1
- 2