προ-κλέπτω
1προκλέπτεται — πρό κλέπτω clepere pres ind mp 3rd sg …
2κλέβδην — κλέβδην, δωρ. τ. κλέβδαν (Α) επίρρ. κρυφά, με κλοπή, κλεφτά, λάθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλέπ δην με ηχηροποίηση τού π προ τού ηχηρού δ < θ. κλεπ τού κλέπτω + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. άρ δην, φύρ δην)] …