προ-εις-δέω

  • 1προεισδέω — Α 1. εμπλέκω κάποιον σε προηγούμενους δεσμούς 2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. στον πληθ.) οἱ προεισδεδεμένοι αυτοί που είναι συνδεδεμένοι με προηγούμενες συμμαχίες («χάριν τοῡ γνῶναι πάντας ὑμᾱς διότι καὶ μὴ προεισδεδεμένους... μᾱλλον Αἰτωλοῑς ὑμᾱς …

    Dictionary of Greek