προ-δεύω
1προδεδευμέναις — πρό δεύομαι perf part mp fem dat pl πρό δεύω 1 wet perf part mp fem dat pl …
2προδεύω — Α υγραίνω, βρέχω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεύω «υγραίνω, βρέχω»] …
1προδεδευμέναις — πρό δεύομαι perf part mp fem dat pl πρό δεύω 1 wet perf part mp fem dat pl …
2προδεύω — Α υγραίνω, βρέχω κάτι εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεύω «υγραίνω, βρέχω»] …