προ-αρ-
1πρό — before indeclform (prep) …
2προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …
3προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …
4προ-πο — το, Ν 1. ποδοσφαιρικό στοίχημα βασιζόμενο στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη πρόγνωση τής έκβασης ορισμένου αριθμού ποδοσφαιρικών αγώνων 2. (κατ επέκτ.) το ειδικό δελτίο πάνω στο οποίο γράφει ο ενδιαφερόμενος τα προγνωστικά του για το στοίχημα αυτό …
5προ — (πρόθ.), μπροστά, πριν …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6Πρὸ τῆς γενειάδος διδάσκεις γέροντας. — См. Курицу яйца не учат …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
7Πρὸ τῆς νίκης τὸ ἐγκώμιον ἄδεις. — См. Не хвались идучи на рать, хвались идучи с рати …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
8προ(ρ)ρομαντικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προρρομαντισμό («προρρομαντικά ρεύματα») …
9προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …
10Βουλεύου δὲ πρό ἔργου. — βουλεύου δὲ πρό ἔργου. См. Сначала думай, а потом делай …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)