προ-αλής

  • 1προαλής — ές, Α 1. αυτός που κλίνει προς τα εμπρός, κεκλιμένος, επικλινής 2. πρόχειρος 3. απρόσεκτος, απερίσκεπτος 4. ισχυρογνώμων, αυθάδης 5. άφρων, ασυλλόγιστος 6. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) προαλέστερον πιο ορμητικά 7. φρ. «προαλὲς ὕδωρ» νερό που… …

    Dictionary of Greek