προ-έρχομαι
11οιχνώ — οἰχνῶ, έω και ποιητ. τ. οἰσνεύω (Α) 1. πηγαίνω ή έρχομαι («οὐδέποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων οἴχνεσκον», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ, αποχωρώ, χάνομαι 3. προσέρχομαι, πλησιάζω 4. διατελώ («ἄτεκνος, τάλαιν , ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.… …
12προΐκω — Μ προϊκνοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵκω «έρχομαι, φθάνω»] …
13προεισπαίω — Α 1. εισβάλλω κάπου ορμητικά, με έφοδο 2. (κατά τον Ησύχ.) «προεισπεπαικότες προεισελθόντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰσπαίω «έρχομαι ορμητικά»] …
14προενέρχομαι — Α εισέρχομαι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐν + ἔρχομαι] …
15προνέομαι — Α προχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. προ * + νέομαι «πορεύομαι, έρχομαι»] …
16προπαραγίγνομαι — Α φθάνω προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παραγίγνομαι «παρευρίσκομαι, έρχομαι, φθάνω»] …
17προτεύχω — ΜΑ 1. κάνω κάτι εκ τών προτέρων 2. παθ. προτεύχομαι (ποιητ. τ.) έρχομαι στο φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τεύχω «κατασκευάζω»] …
18προενεληλυθός — πρό , ἐν ἔρχομαι ibo perf part act neut nom/voc/acc sg …
- 1
- 2