προὔστην
1προὔστην — προέστην , προίστημι set before aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προέστην , προίστημι set before aor ind act 1st sg …
2προύστην — προέστην , προίστημι set before aor ind act 3rd pl (epic doric aeolic) προέστην , προίστημι set before aor ind act 1st sg …
3προΐστημι — ΝΜΑ [ἵστημι] μέσ. προΐσταμαι είμαι επικεφαλής, αρχηγεύω (α. «προΐσταται στις ανασκαφές» β. «οὗτοι γὰρ μάλιστα προειστήκεισαν τῆς μεταβολῆς», Θουκ.) νεοελλ. α) (η μτχ. αρσ. και θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ο προϊστάμενος, η προϊσταμένη ο επικεφαλής,… …