προχοΐδιον
1προχοίδιον — neut nom/voc/acc sg …
2προχοΐδιον — και προχοίδιον και προκοίδιον, το, Α μικρή πρόχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόχους / πρόχοος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. οἰνοχο ΐδιον)] …
3προχοιδίου — προχοίδιον neut gen sg …
4προχοιδίῳ — προχοίδιον neut dat sg …
5προχοίδια — προχοίδιον neut nom/voc/acc pl …
6πέλιξ — ικος, ἡ, Α κύλιξ* ή προχοΐδιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) + επίθημα ιξ (πρβλ. κύλιξ), αρχαιότατη λ. που μαρτυρείται πιθανότατα και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. perike = πέλικες)] …
7προκοίδιον — το, Α βλ. προχοΐδιον …