προχοὴ τῶν ὑδάτων

  • 1προχοή — ἡ, Α [προχέω] συν. στον πληθ. αἱ προχοαί 1. στόμιο, εκβολές ποταμού ή λίμνης (α. «Τριτωνίδος ἐν προχοαῑς λίμνας», Πίνδ. β. «ἐς ποταμοῡ προχοάς», Ομ. Οδ. γ. «ἐπὶ προχοῇσι διιπετέος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. υπερχείλιση 3. σπονδές 4. ροή ύδατος… …

    Dictionary of Greek

  • 2Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …

    Dictionary of Greek

  • 3κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …

    Dictionary of Greek