προφήτης

  • 31Oracles grecs — Oracle grec Pour les articles homonymes, voir oracle. Les oracles grecs constituent un aspect fondamental de la religion et de la culture grecque. L oracle est la réponse donnée par un dieu que l on a consulté à une question personnelle,… …

    Wikipédia en Français

  • 32Pythie — Oracle grec Pour les articles homonymes, voir oracle. Les oracles grecs constituent un aspect fondamental de la religion et de la culture grecque. L oracle est la réponse donnée par un dieu que l on a consulté à une question personnelle,… …

    Wikipédia en Français

  • 33Giona — Giona …

    Wikipedia Español

  • 34HIEROPHANTA — Graece Ι῾εροφάντης, Sacerdotis notnen apud Athenienses, quos cicutae haustu Veneris ardorem restringere consuevisse, imo se ipsos evirasse, tradit Hier. c. Iovinian. et Ep. 11. Proprie vero sic dicebatur in sacris Hecates: quemad modum in sacris… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 35Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …

    Dictionary of Greek

  • 36αμώς — Βιβλικό πρόσωπο. Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης από την κωμόπολη Θεκονέ της Ιουδαίας. Έδρασε στις πόλεις Βαιθήλ και Σαμάρεια σε μια περίοδο γενικής ευημερίας, αλλά συγχρόνως ηθικής παρακμής και αποσύνθεσης, και προσπάθησε με το προφητικό του… …

    Dictionary of Greek

  • 37μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… …

    Dictionary of Greek

  • 38προφήτωρ — ορος, ὁ, Α ο προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης κατά τα ουσ. σε τωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 39προφητάναξ — ακτος, ο, ΝΜ (προσωνυμία τού Δαβίδ) ο προφήτης και βασιλιάς ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφήτης + ἄναξ, ἄνακτος «βασιλιάς»] …

    Dictionary of Greek

  • 40προφητεύω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. προφατεύω Α [προφήτης] 1. είμαι προφήτης, με θεϊκή έμπνευση προλέγω το μέλλον, αποκαλύπτω τις θείες βουλές (α. «είχε και το χάρισμα να προφητεύει» β. «μαντεύεο, Μοίσα, προφατεύσω δ ἐγώ», Πίνδ. γ. «οἱ προφητεύοντες τοῡ ἱεροῡ»,… …

    Dictionary of Greek