προφορικὸς λ
1προφορικός — of masc nom sg …
2προφορικός — ή, ό / προφορικός, ή, ον, ΝΜΑ [προφορά] αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ. γ. «ἀνθρωπινωτέρως… …
3προφορικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή λέγεται με λόγια, με ζωντανή φωνή: Προφορική εξέταση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., προφορικά προφορικές εξετάσεις: Στα προφορικά έχω μικρό βαθμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Λόγος προφορικός — (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… …
5προφορικά — προφορικός of neut nom/voc/acc pl προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc/acc dual προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
6προφορικῶν — προφορικός of fem gen pl προφορικός of masc/neut gen pl …
7προφορικόν — προφορικός of masc acc sg προφορικός of neut nom/voc/acc sg …
8προφορικοῖς — προφορικός of masc/neut dat pl …
9προφορικοί — προφορικός of masc nom/voc pl …
10προφορικοῦ — προφορικός of masc/neut gen sg …