προφορικὸς λ
51ԱՐՏԱԲԵՐԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0375 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 13c ա. Արտաքս բերօղ, կամ բերել. յայտար, յայտնեալ արտաքս. *Պարսաւ է բան արտաբերական էից չարեաց. Պիտ.: *Արտաբերական աստուածորդւոյն ճառեցելոյ աստուածաբանող. Սհկ. կթ. արմաւ.:… …
52ՅԱՌԱՋԲԵՐԱԿԱՆ — ( ) NBH 2 0336 Chronological Sequence: Unknown date, 8c Տ. ՅԱՌԱՋԱԲԵՐԱԿԱՆ. եւ ԱՐՏԱԲԵՐԱԿԱՆ. προφορικός, προενηνέγμενος prolativus, enunciativus, prolatus. *Բան՝ ըստ ներտրամադրականին, եւ ըստ յառաջբերականին: Մի է բնութիւն ներտրամադրականին, եւ… …
53έγγραφος — η, ο 1. γραπτός, γραμμένος (αντίθ. προφορικός). 2. το ουδ. ως ουσ., έγγραφο (βλ. λ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
54πεζολογία — η προφορικός ή γραπτός λόγος χωρίς χάρη, ακαλαίσθητος πεζός λόγος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
55προφορικῶι — προφορικῷ , προφορικός of masc/neut dat sg …