προφορικὸς λ

  • 41προφορικά — Ν επίρρ. βλ. προφορικός …

    Dictionary of Greek

  • 42προφορικότητα — η, Ν [προφορικός] (λαογρ.) η ιδιότητα τού προφορικού, σε αντιδιαστολή προς τον γραπτό …

    Dictionary of Greek

  • 43προφορικώς — προφορικῶς ΜΑ επίρρ. βλ. προφορικός …

    Dictionary of Greek

  • 44προχειρολογία — η, Ν [προχειρολόγος] 1. η ενέργεια τού προχειρολογώ 2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός …

    Dictionary of Greek

  • 45προχωρητικός — ή, ό / προχωρητικός, ή, όν, ΝΜΑ [προχωρῶ] νεοελλ. φρ. «προχωρητική συλλογιστική σειρά» η σειρά που αποτελείται από πολλούς συλλογισμούς, οι οποίοι προχωρούν από τον λόγο προς την ακολουθία μσν. αρχ. (για λόγο) προφορικός …

    Dictionary of Greek

  • 46Αγαδά — Καθετί που δεν έχει στην εβραϊκή θρησκευτική παράδοση χαρακτήρα νόμου. Αντίθετη προς την Α. είναι η Χαλακά (= προφορικός νόμος). Στον 13ο αι. οι διάφορες παραδόσεις του είδους κωδικοποιήθηκαν σε ένα είδος αγαδικού λεξικού, γνωστού ως Γιαλκούτ …

    Dictionary of Greek

  • 47Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 48ομιλούμαι — βλ. πίν. 74 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: ομιλώ, ομιλούμαι : σε στερεότυπες εκφράσεις όπως ομιλείτε παρακαλώ, ή στη μτχ. ομιλούμενος (→ προφορικός) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 49ομιλώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ.) Σημειώσεις: ομιλώ, ομιλούμαι : σε στερεότυπες εκφράσεις όπως ομιλείτε παρακαλώ, ή στη μτχ. ομιλούμενος (→ προφορικός) …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • 50ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΥΛΙΚΟ —   α) Προφορικός λόγος 40 απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες απλού, καθημερινού προφορικού λόγου ατόμων διαφορετικής ηλικίας και διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου. Οι μαγνητοφωνήσεις έγιναν την περίοδο 1982 – 1984 και έχουν μέση διάρκεια 10 η καθεμιά.… …

    Τα ρήματα της νέας ελληνικής