προφασίζομαι
1προφασίζομαι — προφασίζομαι, προφασίστηκα βλ. πίν. 34 …
2προφασίζομαι — allege by way pres ind mp 1st sg …
3προφασίζομαι — ΝΜΑ [πρόφασις] προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως πρόσχημα, προσχηματίζομαι (α. «προφασίστηκε αδιαθεσία και δεν ήλθε» β. «τὸν μῆνα προυφασίσαντο», Θουκ. γ. «ἀρρωστεῑν προφασίζεται», Δημοσθ.) αρχ. 1. αναφέρω ως κατηγορία εναντίον κάποιου, κατηγορώ… …
4προφασίζομαι — προφασίστηκα, προβάλλω κάτι ως πρόφαση, ως δικαιολογία: Προφασίστηκε αδιαθεσία και ζήτησε άδεια να φύγει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5προφασίζεσθε — προφασίζομαι allege by way pres imperat mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way pres ind mp 2nd pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …
6προφασιζομένων — προφασίζομαι allege by way pres part mp fem gen pl προφασίζομαι allege by way pres part mp masc/neut gen pl …
7προφασιζόμεθα — προφασίζομαι allege by way pres ind mp 1st pl προφασίζομαι allege by way imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …
8προφασιζόμενον — προφασίζομαι allege by way pres part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way pres part mp neut nom/voc/acc sg …
9προφασισάμενον — προφασίζομαι allege by way aor part mp masc acc sg προφασίζομαι allege by way aor part mp neut nom/voc/acc sg …
10προφασισόμεθα — προφασίζομαι allege by way aor subj mp 1st pl (epic) προφασίζομαι allege by way fut ind mp 1st pl …