προφέριστος
1προφέριστος — surpassing masc/fem nom sg …
2προφέριστος — ίστη, ον, Α αυτός που τοποθετείται πάνω απ όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προφερής «έξοχος» + κατάλ. τών ανώμαλων υπερθ. ιστός (πρβλ. μέγ ιστος)] …
3προφέριστε — προφέριστος surpassing masc/fem voc sg …
4προφέριστ' — προφέριστα , προφέριστος surpassing neut nom/voc/acc pl προφέριστε , προφέριστος surpassing masc/fem voc sg …