προτοῠ

  • 91μεγαλόπτερα — (megaloptera). Μικρή τάξη εντόμων, η οποία παλαιότερα αποτελούσε υπόταξη της τάξης των νευροπτέρων, γνωστή και ως σιαλώδης. Θεωρείται από τις πιο πρωτόγονες ομάδες των ολομετάβολων εντόμων. Πρόκειται για υδρόβια έντομα μεγάλων διαστάσεων με… …

    Dictionary of Greek

  • 92μικροσκόπιο — Όργανο ικανό να αποδίδει μεγεθυμένα είδωλα μικρών αντικειμένων τα οποία έχουν τοποθετηθεί προς παρατήρηση. Βασικά διακρίνεται το οπτικό μ. ή απλά μ., στο οποίο τα παρασκευάσματα είναι φωτισμένα με ορατό φως, και το ηλεκτρονικό μ., στο οποίο το… …

    Dictionary of Greek

  • 93μορφώνω — (ΑΜ μορφῶ, όω, Μ και μορφώνω, Α και μορφῶ, άω) [μορφή] 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω («γυναικῶν σώματα μορφώσαντες καὶ ὁπλίσαντες ὡς ἐς ἄνδρας μάλιστα», Αιν. Τακτ.) 2. (το παθ.) μορφοῡμαι, όομαι, μορφώνομαι διαπλάσσομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 94μουσκεύω — (Μ μουσκεύω) διαβρέχομαι, διαποτίζομαι νεοελλ. 1. διαβρέχω, διαποτίζω 2. φρ. «τά μούσκεψα» απέτυχα από κακό χειρισμό, τά θαλάσσωσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μοσχεύω «μεταφυτεύω παραφυάδα», με κώφωση τού ο σε ου . Η σημ. «υγραίνω, διαβρέχω» που έλαβε το …

    Dictionary of Greek

  • 95μπαμπακοκάρυδο — το το βαμβακοκάρυο, η κάψα, ο καρπός τού βαμβακιού προτού ωριμάσει πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαμπάκι + καρύδι] …

    Dictionary of Greek

  • 96μπεγλερώ — άω [μπεγλέρι] 1. κουνώ τα ζάρια στη χούφτα προτού τά ρίξω 2. φρ. «μπεγλέρα τα» (ως σύσταση στον αντίπαλο παίκτη) κούνα τα ζάρια πιο ζωηρά …

    Dictionary of Greek

  • 97μπερλίνα — I Ατιμωτική ποινή που χρησιμοποιήθηκε από τον Μεσαίωνα έως τον περασμένο αιώνα. Περιλάμβανε την έκθεση του κατάδικου στα μάτια του πλήθους, σε μία τοποθεσία που κι αυτή ονομαζόταν μ. Ο τρόπος εκτέλεσης της μ. ποίκιλλε κατά τόπο και χρόνο, αλλά… …

    Dictionary of Greek

  • 98νηστοποτώ — νηοτοποτῶ, έω (Α) πίνω κρασί νηστικός, προτού φάω. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + ποτῶ (< πότης < πίνω), πρβλ. λαβρο ποτώ, οινο ποτώ] …

    Dictionary of Greek

  • 99νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ …

    Dictionary of Greek

  • 100νύχτα — και νύκτα, η (ΑΜ νύξ, κτός, Μ και νύκτα) 1. το χρονικό διάστημα από τη δύση μέχρι την ανατολή τού Ηλίου, σε αντιδιαστολή προς την ημέρα (α. «μαύρη είν η νύχτα στα βουνά...» β. «καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ σκότος... νύκτα», ΠΔ) 2. ζόφος …

    Dictionary of Greek