προτοῠ

  • 81κύκλωση — η (AM κύκλωσις) [κυκλώ (II)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κυκλώνω, περικύκλωση 2. (ειδ.) το κλείσιμο τού εχθρού σε κλοιό, η περίσφιγξή του απ όλες τις πλευρές (α. «συντελέστηκε η κύκλωση και η αποκοπή τού φρουρίου» β. «πρὶν καὶ τὴν πλέονα… …

    Dictionary of Greek

  • 82κύπρις — (Cypris). Γένος οστρακωδών της οικογένειας των κυπριδών, το οποίο περιλαμβάνει πολύ μικρά καρκινοειδή των γλυκών νερών. Οι οργανισμοί αυτοί έχουν κεραίες που καταλήγουν σε θύσανο νηματοειδών αποφύσεων, έξι πόδια και σώμα μήκους 0,5 3 χιλιοστών,… …

    Dictionary of Greek

  • 83λαρυγγοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης του λάρυγγα. Χρησιμοποιείται είτε καθρέφτης, που δίνει μέσω ανάκλασης την εικόνα του εσωτερικού του λάρυγγα (έμμεση λ.) είτε ένας άκαμπτος σωλήνας ενδοσκόπησης, που ονομάζεται λαρυγγοσκόπιο (άμεση λ.) και χρησιμοποιείται όταν η… …

    Dictionary of Greek

  • 84λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 85λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… …

    Dictionary of Greek

  • 86λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …

    Dictionary of Greek

  • 87λωτός — I Κοινή ονομασία του φυτικού είδους Diospyrus kaki, της οικογένειας των εβενιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 14 μ. Χάρη στην ωραία κόμη του, με το σκούρο πράσινο, σχεδόν μεταλλικό χρώμα, εκτιμάται και ως… …

    Dictionary of Greek

  • 88λύγκος — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Σκυθίας. Κάποια εποχή φιλοξενούσε τον Τριπτόλεμο, ο οποίος έφερε την ιδιότητα του απεσταλμένου της Δήμητρας. Αποπειράθηκε να τον σκοτώσει και να οικειοποιηθεί τη δόξα του, επειδή… …

    Dictionary of Greek

  • 89λύκειο — Το ανώτατο σκέλος της ελληνικής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Παλαιότερα, οι αντίστοιχες τάξεις του λ. υπάγονταν στο γυμνάσιο και λ. ονομάζονταν μόνο τα ιδιωτικά σχολεία και μερικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (όπως το Βαρβάκειο), στα οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 90μακαρίζω — (AM μακαρίζω) [μάκαρ] θεωρώ ή ονομάζω κάποιον μακάριο ή ευλογημένο, ευδαιμονίζω, καλοτυχίζω («ἐνταῡθα Ξέρξης ἑωυτὸν ἐμακάρισε», Ηρόδ.) νεοελλ. παροιμ. «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» μη σπεύδεις να μακαρίσεις κανέναν προτού δεις το τέλος του,… …

    Dictionary of Greek