προτοῠ

  • 71επιδύω — ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α) (για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ. β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς… …

    Dictionary of Greek

  • 72θρασύνω — (ΑΜ θρασύνω) [θρασύς] καθιστώ κάποιον θρασύ, αποθρασύνω μσν. αρχ. παθ. θρασύνομαι παίρνω υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης αρχ. 1. καυχιέμαι για κάτι, κομπάζω 2. (μέσ. και παθ.). α) αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι β) φρ. «πρὶν ὅρμῳ ναῡν… …

    Dictionary of Greek

  • 73ιλάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ι. ή Ιλαρίων. Ασκήτευσε κλεισμένος μέσα σε ένα πολύ στενό δωμάτιο. Η μνήμη του τιμάται στις 4 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε επί Τραϊανού, μαζί με τον θείο του Πρόκλο στην Άγκυρα της Γαλατίας. Η μνήμη τους… …

    Dictionary of Greek

  • 74καρναβάλι — Εορταστική περίοδος της Αποκριάς με παραδοσιακές εκδηλώσεις, όπου κυριαρχούν οι μεταμφιέσεις (μασκαρέματα). Η λέξη, όπως προκύπτει από την πιθανή ετυμολογία της (ιταλ. carne = κρέας + vale = χαίρε), σημαίνει αποχή από το κρέας. Το κ. τοποθετείται …

    Dictionary of Greek

  • 75καταπνίγω — (AM καταπνίγω) πνίγω κάποιον εντελώς, τόν αποπνίγω νεοελλ. 1. μτφ. καταστέλλω κάτι προτού εκδηλωθεί ή και μετά την εκδήλωσή του για να μην κατισχύσει (α. «καταπνίγω τον θυμό μου» β. «κατέπνιξε την επανάσταση» 2. μέσ. καταπνίγομαι είμαι αδύνατος,… …

    Dictionary of Greek

  • 76κατηχώ — (AM κατηχῶ, έω) 1. διδάσκω σε κάποιον τα βασικά δόγματα και τις ηθικές αρχές τής χριστιανικής θρησκείας («ἵνα τοὺς ἄλλους κατηχήσω», ΚΔ) 2. (γενικά) δασκαλεύω, διδάσκω, μυώ, εισάγω κάποιον νεοελλ. νουθετώ, συμβουλεύω νεοελλ. μσν. επιπλήττω,… …

    Dictionary of Greek

  • 77κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …

    Dictionary of Greek

  • 78κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …

    Dictionary of Greek

  • 79κουτσουπιά — Φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο της οικογένειας των φαβιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Cercis siliquastrum. Πρόκειται για πολυετές φυτό με αργή ανάπτυξη, που φθάνει σε ύψος τα 5 9 μ. Έχει ανώμαλη και αραιή κώμη, με κυρτές… …

    Dictionary of Greek

  • 80κράμβος — (I) κράμβος, η, ον (Α) 1. ξηρός 2. (για ήχο) βροντώδης («ἀπὸ κραμβοτάτου στόματος μάττων ἀστειοτάτας ἐπινοίας», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)kreb(h) «ζαρώνω, κυρτώνω». Το φωνήεν α αποτελεί μάλλον στοιχείο τής λαϊκής γλώσσας, ενώ η… …

    Dictionary of Greek