προτοῠ

  • 31άκραχτος — η, ο και άκραγος [κράζω] 1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη 2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος 3. άκραχτα επίρρ. πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια… …

    Dictionary of Greek

  • 32έθιμο — Κάθε ομαδική αντίληψη ή πίστη που εκδηλώνεται έμπρακτα και επανειλημμένα, ώστε να αποτελεί παράδοση (για παράδειγμα, η νύφη πρέπει να φορά πέπλο στον γάμο). Ένα άλλο γνώρισμα του ε. είναι πως αυτό συνιστά μια αυθόρμητη εκδήλωση, με την έννοια πως …

    Dictionary of Greek

  • 33έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 34αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 35αίνος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 36αγγαρεία — Η αναγκαστική και χωρίς πληρωμή εργασία ή εξυπηρέτηση προς όφελος κάποιου, παρά τη θέληση εκείνου που την κάνει. Η εκτέλεση α. προϋποθέτει την άσκηση βίας ή τουλάχιστον την απειλή ότι θα χρησιμοποιηθεί βία σε περίπτωση μη υπακοής. Κατά την… …

    Dictionary of Greek

  • 37αγουροθερίζω — 1. θερίζω τα σιτηρά πρόωρα, προτού ωριμάσει ο καρπός τους 2. (η μτχ. παθ. πρκ.) αγουροθερισμένος, η, ο αυτός που πέθανε πρόωρα …

    Dictionary of Greek

  • 38αγουροκόβω — 1. κόβω τους καρπούς προτού ωριμάσουν, άγουρους, αγίνωτους 2. διακόπτω, σταματώ κάτι πρόωρα …

    Dictionary of Greek

  • 39αγουρολόγι — και αγουρολόι, το 1. συγκομιδή άγουρων καρπών 2. συνεκδ. ο καρπός της ελιάς που μαζεύεται προτού ωριμάσει τελείως. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγουρο + παραγ. κατάληξη –λόγι] …

    Dictionary of Greek

  • 40αγουρόκομμα — το [αγουροκόβω] 1. πρόωρο κόψιμο τών καρπών 2. ο καρπός που κόπηκε από το φυτό προτού ωριμάσει 3. πρόωρη διακοπή ύπνου, το πρόωρο ξύπνημα …

    Dictionary of Greek