προτοῠ

  • 121προεκροή — η, Ν τεχνολ. εκροή ατμού από τον κύλινδρο προτού φτάσει το έμβολο στο νεκρό σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εκροή] …

    Dictionary of Greek

  • 122προεξανίστημι — και προεξανιστῶ, άω, Α 1. στήνω κάτι προηγουμένως όρθιο («τὰστήθη προεξανιστᾱν προπετῶς», Κλήμ. Αλ.) 2. (για στράτευμα) κινούμαι πρώτος εναντίον τού εχθρού 3. προλαβαίνω να σηκωθώ («εἰ μὴ προεξανέστημεν μικρόν, οὐδ ἀναλαβεῑν ἂν ἐδυνήθημεν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 123προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …

    Dictionary of Greek

  • 124προεορτάζω — ΝΜΑ εορτάζω προηγουμένως, πριν από τον καθορισμένο χρόνο τής εορτής ή εορτάζω για κάτι προτού αυτό συμβεί …

    Dictionary of Greek

  • 125προεπιβουλή — ἡ, Α [προεπιβουλεύω] η επιβουλή εναντίον κάποιου, προτού ετοιμαστεί να αμυνθεί …

    Dictionary of Greek

  • 126προκαταπαύω — Α [καταπαύω] 1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῡ φρονήματος», Λιβάν.) 2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῡ συμμέτρου», Γαλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 127προνύμφιος — ον, Α αυτός που συμβαίνει προτού κάποιος γίνει γαμπρός, ο πριν από τον γάμο («προνύμφιον ὕπνον», Καλλίμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + νύμφη] …

    Dictionary of Greek

  • 128προπαίρνω — ΝΜ 1. προκαταλαμβάνω κάποιον ενώ μιλάει, απαντώ προτού ολοκληρώσει τη σκέψη του 2. προϋπαντώ («και δεν προβάλλ η λυγερή νά ρτει να με προπάρει», δημοτ. τραγούδι) 3. προλαβαίνω, κάνω κάτι πριν από οτιδήποτε άλλο μσν. επιτιμώ, αποπαίρνω κάποιον …

    Dictionary of Greek