προτοῠ
111προέμβρυο — το, Ν βιολ. ο οργανισμός που προκύπτει από τις πρώτες κυτταρικές κατατμήσεις τού ζυγωτού, προτού όμως αρχίσει η κυτταρική διαφοροποίηση σε κύτταρα τού εμβρύου και σε κύτταρα τού αναρτήρα που συνδέει το έμβρυο με τον γονεϊκό ιστό. [ΕΤΥΜΟΛ.… …
112προαγοραστής — ο, ΝΑ [προαγοράζω] αυτός που προαγοράζει, που αγοράζει από πριν προϊόν ή εμπόρευμα το οποίο θα τού παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο τής ημέρας τής συμφωνίας νεοελλ. έμπορος που αγοράζει από τον παραγωγό πρώτες ύλες και ημικατεργασμένα και έτοιμα… …
113προαισθάνομαι — ΝΑ αισθάνομαι κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί, το προβλέπω προτού να γίνει αντιληπτό από τους άλλους ή πριν να εκδηλωθεί, διαισθάνομαι …
114προανάφλεξη — η, Ν [προαναφλέγω] τεχνολ. η παραγωγή σπινθήρα στον αναφλεκτήρα, το μπουζί, ενός κυλίνδρου μηχανής εσωτερικής καύσης προτού το καύσιμο μίγμα φθάσει στον μέγιστο βαθμό συμπίεσης …
115προαπαντώ — προαπαντῶ, άω, ΝΑ πηγαίνω να συναντήσω ή να υποδεχθώ κάποιον που έρχεται, προϋπαντώ νεοελλ. δίνω απάντηση προτού ερωτηθώ αρχ. 1. πηγαίνω να συναντήσω προηγουμένως 2. προβαίνω σε διαβήματα προκαταβολικά ή σε κατάλληλο χρόνο 3. παρεμβάλλομαι,… …
116προαποτίθημι — Α [ἀποτίθημι] 1. θέτω προηγουμένως κάτι κατά μέρος 2. εφοδιάζομαι για το μέλλον 3. μέσ. προαποτίθεμαι καθαρίζω προηγουμένως την κόπρο 4. φρ. «προαποτίθεμαι ἔπαινον» επαινώ προτού αρχίσω να κατηγορώ …
117προβλέπω — ΝΜΑ 1. βλέπω κάτι προτού συμβεί, προαισθάνομαι, προμαντεύω («προβλέπεται αυξημένη παραγωγή εσπεριδοειδών») 2. προνοώ, φροντίζω έγκαιρα, κανονίζω, ρυθμίζω κάτι εκ τών προτέρων (α. «είναι το πνεύμα λεύτερο, προβλέπει και λογιάζει», Ερωτόκρ. β. «οι… …
118προγευστρίς — ίδος, ἡ, Α (ως θηλ. τού προγεύστης) 1. αυτή που δοκιμάζει κάτι από πριν με τη γεύση 2. φρ. «προγευστρὶς ὄσφρησις» η όσφρηση που δοκιμάζει τα εδέσματα προτού να τά δοκιμάσει η γεύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γευστρίς (< γεύομαι + επίθημα τρίς)] …
119προεγείρω — ΜΑ μσν. σηκώνω κάποιον από το τραπέζι προτού τελειώσει το γεύμα αρχ. 1. ξυπνώ, σηκώνω κάποιον προηγουμένως («προεγείρειν ἑαυτούς», Αριστοτ.) 2. (με γεν.) επαγρυπνώ για κάτι 3. (στον παρακμ. ως αμτβ.) προεγρήγορα εξακολουθώ να είμαι σε εγρήγορση.… …
120προεγχειρώ — έω, Α 1. επιχειρώ κάτι προτού έλθει η ώρα του, ενεργώ πρόωρα («προεγχειρῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῡ γνώμην», Πολ.) 2. δοκιμάζω, εξετάζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰ περί τινος προεγχειρημένα», Σέξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγχειρῶ «επιχειρώ,… …