προτοῠ
101ξυλοπάλιος — ο είδος ξυλολίθου που παράγεται από πριονίσματα ξύλου τα οποία έχουν εμποτιστεί με λάδι προτού αναμιχθούν με οξυχλωριούχα κονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλο + οπάλιο / οπάλιος «είδος πολύτιμου λίθου»] …
102ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …
103ορκωτός — ή, ό (Α ὁρκωτός, ή, όν) [ορκώ] 1. αυτός που έχει δεσμευθεί με όρκο, που έχει ορκιστεί, ο ένορκος 2. αυτός που έχει γίνει με όρκο νεοελλ. φρ. α) «ορκωτό δικαστήριο» δικαστήριο από λαϊκούς δικαστές οι οποίοι ορκίζονται προτού αναλάβουν τα καθήκοντά …
104ουροδόχος — ο (ΑΜ οὐροδόχος και οὐρηδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει ή δέχεται τα ούρα 2. φρ. «ουροδόχος κύστη» η κύστη μέσα στην οποία συγκεντρώνονται τα ούρα στα μεσοδιαστήματα τών ουρήσεων κατά την κάθοδό τους από τα νεφρά προτού εκχυθούν από την ουρήθρα …
105πανίζω — και παννίζω [παν(ν)ί] 1. καθαρίζω με πανί το δάπεδο τού φούρνου από τα υπολείμματα τής φωτιάς, ιδίως προτού βάλω καινούργιο ψωμί για να ψηθεί 2. σπαν. μουσκεύω, γίνομαι μούσκεμα …
106παρακαταβολή — ἡ, Α [παρακαταβάλλω] 1. (αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που καταβαλλόταν κατά την αθηναϊκή νομοθεσία στο αρχείον* από τον ενάγοντα που πρόβαλλε αξιώσεις, προτού αρχίσει η διεξαγωγή μιας κληρονομικής δίκης, ποσό που πιθανώς ήταν ίσο με το ένα δέκατο… …
107περιρραντήριο — το / περιρραντήριον, ΝΜΑ 1. χρυσό ή αργυρό σκεύος με αγιασμένο νερό, με το οποίο οι πιστοί ραίνονταν προτού εισέλθουν στον ναό 2. λίθινες λεκάνες στηριζόμενες σε βάσεις διαφόρων μορφών, όπως λ.χ. αγάλματα γυναικών ή λιονταριών, οι οποίες ήταν… …
108ποτ — (I) Ν άκλ. (στα χαρτοπαίγνια πόκερ και μάους) το ποσό τών χρημάτων που ποντάρει κάθε παίκτης προτού μοιραστούν τα χαρτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pot «δοχείο»]. (II) το, Ν άκλ. μονάδα όγκου διαφόρων χωρών, με διαφορετική ισοδυναμία σε λίτρα στην κάθε …
109πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …
110προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …