προτμητόν τὸν ὀμφαλόν

  • 1προτμητός — ή, όν, Α [προτέμνω] 1. αυτός που πρόκειται, που μπορεί ή που πρέπει να τμηθεί, να κοπεί 2. το αρσ. ως ουσ. τὸ προτμητόν (κατά τον Ησύχ.) «προτμητόν τὸν ὀμφαλόν» …

    Dictionary of Greek