προτιϑέναι

  • 1προτιθέναι — προτίθημι set before pres inf act …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …

    Dictionary of Greek

  • 3βουλή — η (AM βουλή, Α και δωρ. τ. βωλά και αιολ. τ. βόλλα) 1. απόφαση («δίνω, παίρνω, βάνω, βγάζω βουλή», «Διὸς δ΄ ἐτελείετο βουλή» και γινόταν το θέλημα του Δία) 2. γνώμη, συμβουλή («ήδωκε γνωστική βουλή σ εκείνο που κατέχει», «βουλὴν προτιθέναι» το να …

    Dictionary of Greek

  • 4διαψήφιση — η (Α διαψήφισις) και διαψηφισμός, ο (Α) ψηφοφορία αρχ. 1. έλεγχος τής γνησιότητας τών δημοτικών καταλόγων με ψηφοφορία 2. φρ. «προτιθέναι τὴν διαψήφισιν» επιτρέπω την ψηφοφορία …

    Dictionary of Greek