προτιάπτω
1προτιάπτω — Α (δωρ. τ.) βλ. προσάπτω …
2προτιάπτω — προσάπτω fasten to pres subj act 1st sg (epic doric) προσάπτω fasten to pres ind act 1st sg (epic doric aeolic) …
3προσάπτω — ΝΜΑ και δωρ. τ. προτιάπτω Α [ἅπτω] 1. προσαρτώ κάτι σε κάτι άλλο, προσκολλώ («τούτων μὲν ὦν ἔχεις χεροῑν τύμβῳ προσάψης μηδέν», Σοφ.) 2. επισυνάπτω («τὸ ἀντίγραφον... προσήψαμεν», πάπ.) 3. μτφ. (με αρνητική σημ.) καταλογίζω κάτι εις βάρος κάποιου …