προσ-ψαύω
1προσψαύω — Α αγγίζω («καὶ αὐτοὶ ἑνὶ τῶν δακτύλων ὑμῶν οὐ προσψαύετε τοῑς φορτίοις», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ψαύω «ψηλαφώ»] …
2προσθιγγάνω — Α αγγίζω, ψαύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θιγγάνω «αγγίζω»] …
3προσχρίμπτω — Α ψαύω, αγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + χρίμπτω «πλησιάζω»] …