προσ-πελάζω

  • 1προσπελάζω — ΝΜΑ (αμτβ.) (με φιλική ή εχθρική σημ.) έρχομαι κοντά, πλησιάζω κάποιον ή κάτι μσν. αρχ. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να προσεγγίσει κάποιον ή κάτι άλλο, φέρνω κάποιον ή κάτι κοντά σε κάτι άλλο («νέα μὲν μοι κατέαξε... ἄκρῃ προσπελάσας», Ομ. Οδ.)… …

    Dictionary of Greek