προσ-παίζω

  • 1φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …

    Dictionary of Greek

  • 2χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 3μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις …

    Dictionary of Greek

  • 4προαθύροντες — Α (κατά τον Ησύχ.) «προσπαίζοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει πιθ. να αναγνωστεί προσ αθύροντες (< πρός + ἀθύρω «παίζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 5προσαθύρω — Α προσπαίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀθύρω «παίζω, διασκεδάζω»] …

    Dictionary of Greek

  • 6προσαναφυσώ — άω, Α παίζω επί πλέον τον αυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναφυσῶ «φυσώ τον αυλό»] …

    Dictionary of Greek

  • 7προσκιθαρίζω — Α συνοδεύω με κιθάρα, ακομπανιάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] …

    Dictionary of Greek

  • 8προστραγωδώ — έω, Α 1. μεγαλοποιώ κάτι, υπερβάλλω σε κάτι σαν τους τραγικούς ποιητές («προστραγῳδεῑ δὲ τούτοις ὁ Καλλισθένης», Στράβ.) 2. φρ. «τὸ ἔξωθεν προστραγῳδούμενον» ο εξωτερικός διάκοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + τραγῳδῶ «παίζω τραγωδία, συμπεριφέρομαι… …

    Dictionary of Greek

  • 9σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …

    Dictionary of Greek