προσ-λαγχάνω

  • 1λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …

    Dictionary of Greek

  • 2επιτυχαίνω — και επιτυγχάνω και πιτυχαίνω και πετυχαίνω (AM ἐπιτυγχάνω, Μ και (έ)πιτυχαίνω και πετυχαίνω) 1. βρίσκω τον στόχο, σημαδεύω καλά (α. «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῑν τοῡ σκοποῡ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῑν», Αριστοτ. β. «τόν πυροβόλησε και τόν πέτυχε στην… …

    Dictionary of Greek

  • 3πετυχαίνω — Ν 1. σημαδεύω με επιτυχία, βρίσκω τον στόχο («τόν πέτυχα στο πόδι») 2. εννοώ ή μαντεύω («τό πέτυχες, αυτός ήταν») 3. συναντώ τυχαία κάποιον («τόν πέτυχα στη στάση») 4. κατορθώνω αυτό που επιδιώκω («πέτυχε ό,τι ήθελε» 5. (για εξετάσεις,… …

    Dictionary of Greek