προσ-επιτάσσω

  • 1προσεντέλλομαι — Α παραγγέλλω, επιτάσσω επιπροσθέτως («ἅμα δὲ τούτοις προσενετείλατο τοῑς πρεσβευταῑς μὴ πρότερον ὡς αὑτὸν ἀπιέναι», Πόλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐντέλλομαι «δίνω εντολή»] …

    Dictionary of Greek

  • 2προσυποτάσσω — Α επισυνάπτω κάτι ακόμη («προσυποτάξας καὶ τοῡ ὑπομνήματος ἀντίγραφον», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑποτάσσω «τάσσω, επιτάσσω, επισυνάπτω»] …

    Dictionary of Greek