προσόζω
1προσόζω — Α 1. αναδίδω οσμή 2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ) 3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὄζω «βρομάω»] …
2ποτόσδον — προσόζω smell of pres part act masc voc sg (epic doric) προσόζω smell of pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric) …
3προσόζει — προσόζω smell of pres ind mp 2nd sg προσόζω smell of pres ind act 3rd sg …
4προσόζοντα — προσόζω smell of pres part act neut nom/voc/acc pl προσόζω smell of pres part act masc acc sg …
5προσόζουσιν — προσόζω smell of pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσόζω smell of pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6προσῶζεν — προσόζω smell of imperf ind act 3rd sg …
7προσόζειν — προσόζω smell of pres inf act (attic epic) …
8προσώζησαν — προσόζω smell of aor ind act 3rd pl …
9όζω — (Α ὄζω και δωρ. τ. ὄσδω) 1. αναδίδω δυσοσμία, μυρίζω άσχημα, βρομάω («ὄζειν κακὸν τῶν μασχαλῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. αφήνω να διαφαίνεται, παρέχω την αίσθηση, υπενθυμίζω (ὄζειν... καλοκαγαθίας», Ξεν.) (μσν αρχ.) 1. ευωδιάζω, αποπνέω ευχάριστη οσμή… …
10ՆԵԽԻՄ — (եցայ. կ. եւ) NBH 2 0410 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c ձ. σήπομαι putrefio, putresco, marcesco ἑπόζω, προσόζω suboleo, male oleo. Փտիլ. ապականիլ. հոտիլ. փտտիլ. ... *Նեխեսցին մարմինք նորա: Զթաղումն իշոյ թաղեսցի, նեխեալ ընկեսցի… …
- 1
- 2